Την πρώτη φορά που τους είδα ήταν στα επείγοντα στο Αττικόν. Μάλλον ήταν κοντά στις δέκα το βράδυ. Έφεραν το φορείο με την κοπέλα δίπλα στο φορείο του μπαμπά μου. Εμείς ήμασταν εκεί ήδη τέσσερις, πέντε ώρες και θα μέναμε για άλλες οκτώ τελικά.
Τα φορεία κολλητά το ένα στο άλλο. Όταν θέλαμε να πλησιάσουμε στον άνθρωπο μας μετακινούσαμε τα διπλανά φορεία, αλλιώς όρθιοι στα πόδια του ασθενή.
Δίπλα μας ένας νεαρός είχε γαστρεντερίτιδα με όλα τα επακόλουθα. Ντρεπόταν αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να ζήσει τη γαστρεντερίτιδα του με αξιοπρέπεια… Πιο εκεί μια ηλικιωμένη μόνη, χωρίς συνοδό. Σε λίγο θα έρχονται παιδιά που έπεσαν από τα μηχανάκια και αργότερα έφηβοι, πολλοί έφηβοι που είχαν βγει Σάββατο βράδυ και είχαν πιει πολύ. Δεν έχω ξαναδεί γονείς πιο ανήσυχους πάνω, κυριολεκτικά, από το κεφάλι του παιδιού τους… Κατά τα μεσάνυχτα ήρθαν δυο άτομα και από ένα γάμο ντυμένα και στολισμένα γιατί είχαν στο γλέντι ένα ατυχηματάκι. Σαν σήριαλ το παρακολουθούσα από μια ώρα και μετά.
Η κοπέλα που έφεραν δίπλα στον μπαμπά μου ήταν πανέμορφη και τυλιγμένη με μια κουβέρτα-αλουμινόχαρτο. Κοίταζε το ταβάνι. Την παρατηρώ και βλέπω ένα δάκρυ να κυλάει στο πλάι. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να κλαίει και να έχει ένα μόνο δάκρυ; Η απελπισία είναι ένα συναίσθημα που, δεν ξέρω γιατί, το αναγνωρίζω εύκολα και σε αυτούς τους “γείτονες” την είδα την απελπισία.
Δίπλα στην κοπέλα στέκεται ένας άντρας. Καλοβαλμένος, όμορφος, ανήσυχος. Ήταν ξένοι, ξεκάθαρα πρόσφυγες. Ήταν Ιρακινοί. Κάποιους μήνες πριν είχαν περάσει θάλασσα με τα πέντε τους παιδιά, θα μάθαινα λίγο καιρό αργότερα. Κι άλλη απελπισία… Τώρα, παρατημένοι και οι δυο εκεί. Χωρίς να καταλαβαίνουν λέξη, χωρίς να ξέρουν τι τους περιμένει, με αγωνία για την υγεία της. Τώρα δάκρυζε και ο άντρας. Ρωτάω το όνομα τους, ρωτάω για το τι έχει η κοπέλα και σε μια γλώσσα με ελάχιστα αγγλικά και χειρονομίες καταλαβαίνω ότι έχει έρθει για το καρδιολογικό. Εντωμεταξύ, λίγες ώρες πριν ένας άντρας είχε πεθάνει από καρδιά μπροστά στα μάτια μας σχεδόν.
Ο μπαμπάς μου άρρωστος, με λοίμωξη του αναπνευστικού, με πυρετό και με αδυναμία σε ένα φορείο. Τον σκεπάζω με το τζην μπουφάν μου που έχει κεντημένα λουλούδια. Τον βγάζω φωτογραφία για να δει αργότερα ο Θοδωράκης μου και να γελάσει με το… styling. Όλοι οι δικοί μας περιμένουν ώρες ατελείωτες απέξω.
Κάνω εγώ κάποιες κινήσεις για να καταλάβω τι γίνεται στο καρδιολογικό και τους λέω ότι θα έχω τον νου μου και θα τους οδηγήσω όταν τους φωνάξουν. Σε λίγο έρχεται ένας μεταφραστής της κακιάς ώρας. Είναι Άραβας, δεν θυμάμαι από ποια χώρα, μιλάει λίγα αγγλικά και αργότερα θα μάθαινα ότι τους ζητούσε για τα πάντα έξτρα χρήματα, πράγμα παράνομο αφού πληρωνόταν από οργανισμό. Όμως, ούκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Και οι Ιρακινοί δίπλα μου ήταν απόλυτα μη έχοντες…
Είχαν έρθει στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο από ένα spot που υποδεχόταν πρόσφυγες στον Σκαραμαγκά. Παλιά, σε εκείνο το κτίριο δούλευε η γιαγιά μου καθαρίστρια και όταν με έπαιρνε μαζί της κάποια απογεύματα έκανα ότι έγραφα στις γραφομηχανές στα γραφεία και κοιτάζοντας έξω από τα παράθυρα φανταζόμουν ότι είμαι μεγάλη.
Ο μεταφραστής μου λέει ότι η κοπέλα έχει την καρδιά της, ότι έπαθε κρίση, ότι τώρα θα αναλάβει εκείνος. Δεν τον συμπαθώ όμως συνεχίζω να μιλάω μαζί του για να μιλάω μαζί τους.
Τρεις τέσσερις ώρες μετά φωνάζουν το όνομα τους, σπρώχνω το φορείο προς το καρδιολογικό και περιμένω να βγουν.
Παράλληλα, πηγαίνω την ηλικιωμένη τουαλέτα και στο παθολογικό όταν φωνάζουν το όνομα της. Και όλα αυτά ενώ είμαι δίπλα στον μπαμπά πιάνοντας του τα πόδια και τις πατούσες που είχαν παγώσει. Κλαίω, ως συνήθως, ευτυχώς όχι από απελπισία.
Η κοπέλα βγαίνει από το καρδιολογικό και μαθαίνω ότι θα νοσηλευτεί. Της χαϊδεύω το χέρι και της λέω περαστικά στα ελληνικά. Τους χαιρετάω. Εμείς θα ήμασταν περιμένοντας να εξεταστεί ο μπαμπάς μέχρι και τις πέντε το πρωί, οπότε και έκανε την εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Τέσσερις πέντε ημέρες μετά, φεύγοντας ένα μεσημέρι περνάω από τον δεύτερο όροφο και το καρδιολογικό. Και ο πρώτος άνθρωπος που βλέπω στον διάδρομο ήταν ο άντρας. Στη γλώσσα που μιλάνε όλοι οι άνθρωποι όταν θέλουν να συνεννοηθούν μαθαίνω ότι η κοπέλα πάει καλύτερα και ότι τώρα μέσα είναι ο doctor. Εγώ πρέπει να φύγω. Βγάζω ένα χαρτί, γράφω το τηλέφωνο μου και μαζί του δίνω και κάποια χρήματα. Call me, call me, του λέω. Help you with the doctors. Βιάζομαι πολύ. Τον κοιτάζω, με κοιτάζει και να το πάλι το δάκρυ. Σε εμένα, σε εκείνον, και στους δύο;
Συνεχίζεται…
Καίτη
Υ.Γ. η φωτογραφία είναι δυο χρόνια μετά την πρώτη συνάντηση μας και είναι από την Πολυκλινική. Βλέπεις, συναντήσαμε πολλούς doctors στην πορεία…
