50 ΛΕΠΤΑ; ΜΗ ΒΙΑΖΕΣΑΙ. Στο σούπερ μάρκετ θα το βρεις 20 λεπτά. Αν όμως είσαι στη μέση της ερήμου και πεθαίνεις από δίψα; Ό,τι έχεις και δεν έχεις.
Γυρίζαμε από τη Σύμη. Υπέροχο νησί. Το πλοίο θα πήγαινε Ρόδο. Μιάμιση ώρα ταξίδι.
Ανεβήκαμε στο πάνω κατάστρωμα. Όλα πιασμένα. Με την πρώτη ματιά. Γιατί με τη δεύτερη είχε. Ως συνήθως. Δυο παγκάκια αντικριστά και ένα τραπέζι στη μέση. Έτσι ήταν το μοτίβο σε όλο το κατάστρωμα. Σε ένα από αυτά καθόταν ένα παλικάρι. Μόνος. “Να κάτσουμε;” Ναι, απάντησε με γνέψιμο και μάζεψε την τσάντα του παρότι θα καθόμασταν απέναντι,
Χαμογελάσαμε αμήχανα και δεν ξανακοιταχτήκαμε. Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα και μια δεύτερη τσάντα δίπλα του. Σε λίγο ήρθε η ιδιοκτήτρια της. Το κορίτσι του. Μας χαμογέλασε κι αυτή τυπικά. Ανταποδώσαμε. Όλα στη μούγγα.
Σε λίγο πήγαμε στην πρύμνη για να αποχαιρετίσουμε το όμορφο νησί. Με την άκρη του ματιού μας συνεννοηθήκαμε με τα παιδιά να κοιτάνε τις τσάντες μας. Μας έγνεψαν “ναι” με ένα γελάκι. Πάντα στη μούγγα.
Το πλοίο σάλπαρε και επιστρέψαμε στο παγκάκι μας. Παντομίμας συνέχεια. Χαμογελάκια και αμηχανία.
Πήγα να πάρω νερό. Μου αρέσει να μοιράζομαι. Πήρα ένα παγωμένο νεράκι και για τα παιδιά. Δεν το είχα προσχεδιάσει. Όταν ο καμαρώτος με ρώτησε τι θέλω, του είπα δυο αντί για ένα. Βγήκε από μόνο του.
Επιστρέφοντας, άφησα στα παιδιά το ένα μπουκαλάκι. Θολωμένο από την ψύξη. Να σου τρέχουνε τα σάλια. Ξαφνιάστηκαν. Η κοπέλα με ευχαρίστησε. Καταχάρηκε. Έσπασε μεμιάς ο πάγος. Μαζί του και η μούγγα. Πιάσαμε κουβέντα. Είπαμε για τη Σύμη, για τις διακοπές και γ’ ‘αλλα. Χαρήκαμε όλοι πολύ.
Δε γίναμε κολλητοί. Δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Δε βγάλαμε τα εσώψυχά μας. Δε χρειάστηκε κιόλας. Αλλά ενωθήκαμε. Νιώσαμε όμορφα. Ανθρώπινα. Σμίξαν τα χαμόγελα μας. Ήταν υπέροχα. Στο τέλος χαιρετηθήκαμε εγκάρδια. Με μιλιές. Και όμορφες χειρονομίες.
Θέλει τόσα λίγα για να κάνεις
κάποιον χαρούμενο…
Πόσο μου κόστισε εκείνο το μπουκαλάκι; Μισό ευρώ.
Πόσο άξιζε; Χιλιάδες…
από το βιβλίο “ΤΟ ΔΩΡΟ” του Στέφανου Ξενάκη
από KEY BOOKS
photo: Μάκης Πουνέντης
